Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acchiappamósche  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ak,kjappaˈmoske]

1 τεμπέλης
2 αχαὶρευτος
3 μυγοχάφτης
4 μυγοπαγίδα
5 μυγοσκοτώστρα
6 μυὶοθήρας (πτηνό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acchiappafarfalle acchiappare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accettore (ουσ αρσ )
accezione (θηλ.ουσ)
acchetare (ρ. μτβ.)
acchiappacani (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappafarfalle (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappamosche (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappare (ρ. μτβ.)
acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))
acchiapparella (θηλ.ουσ)
acchiappatoio (ουσ αρσ )
acchitare (ρ. μτβ.)
acchito (ουσ αρσ )
acchiudere (ρ. μτβ.)
accia (θηλ.ουσ)
acciabattamento (ουσ αρσ )
acciabattare (ρ.αμτβ.)
acciabattare (ρ. μτβ.)
acciabattatura (θηλ.ουσ)
acciabattone (αρσ. επίθ και ουσ)
acciaccamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---