Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acciabattaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧabattaˈmento]

1 προχειρότητα
2 πρόχειρη και άτεχνη δουλειά
3 τσαπατσουλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accia acciabattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acchiappatoio (ουσ αρσ )
acchitare (ρ. μτβ.)
acchito (ουσ αρσ )
acchiudere (ρ. μτβ.)
accia (θηλ.ουσ)
acciabattamento (ουσ αρσ )
acciabattare (ρ.αμτβ.)
acciabattare (ρ. μτβ.)
acciabattatura (θηλ.ουσ)
acciabattone (αρσ. επίθ και ουσ)
acciaccamento (ουσ αρσ )
acciaccare (ρ. μτβ.)
acciaccatura (θηλ.ουσ)
acciaccinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acciacco (ουσ αρσ )
acciaccoso (επίθ.)
acciaiare (ρ. μτβ.)
acciaiatura (θηλ.ουσ)
acciaieria (θηλ.ουσ)
acciaino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---