Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacchiappatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkjappaˈtojo] 1 τέχνασμα ή εργαλείο πιασίματος 2 δόλωμα 3 παγίδα 4 ενέδρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |