Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acchiappàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkjapˈpare]

αρπάζω

acchiapparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [akkjapˈparsi]

πιάνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acchiappamosche acchiapparella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accezione (θηλ.ουσ)
acchetare (ρ. μτβ.)
acchiappacani (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappafarfalle (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappamosche (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappare (ρ. μτβ.)
acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))
acchiapparella (θηλ.ουσ)
acchiappatoio (ουσ αρσ )
acchitare (ρ. μτβ.)
acchito (ουσ αρσ )
acchiudere (ρ. μτβ.)
accia (θηλ.ουσ)
acciabattamento (ουσ αρσ )
acciabattare (ρ.αμτβ.)
acciabattare (ρ. μτβ.)
acciabattatura (θηλ.ουσ)
acciabattone (αρσ. επίθ και ουσ)
acciaccamento (ουσ αρσ )
acciaccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---