Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacciabattatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [atʧabattaˈtura] 1 προχειρότητα 2 βιαστικό και άτεχνο μερεμέτισμα 3 πρόχειρη και άτεχνη δουλειά 4 τσαπατσουλιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |