ItalianoGreco


acciàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧajo]

το ατσάλι, ο χάλυβας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


acciaio [αρσ.] inossidabile = το ανοξείδωτο ατσάλι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---