Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accìdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧidja]

1 τεμπελιά
2 οκνηρία
3 ακηδία
4 νωθρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acciderba accidioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accidentalmente (επίρ.)
accidentato (επίθ.)
accidente (ουσ αρσ )
accidenti (επιφ.)
acciderba (επιφ.)
accidia (θηλ.ουσ)
accidioso (αρσ. επίθ και ουσ)
accigliamento (ουσ αρσ )
accigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accigliato (επίθ.)
accigliatura (θηλ.ουσ)
accincignare (ρ. μτβ.)
accingersi (ρ. μ. αμτβ.)
–accio (επίθ.)
acciocché (σύνδ.)
acciocchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciottolare (ρ. μτβ.)
acciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
acciottolio (ουσ αρσ )
accipicchia (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---