Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accipìcchia  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [atʧiˈpikkja]

1 τι έχω πάθει!
2 Θεέ μου!


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acciottolio accipigliarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acciocché (σύνδ.)
acciocchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciottolare (ρ. μτβ.)
acciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
acciottolio (ουσ αρσ )
accipicchia (επιφ.)
accipigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accisa (θηλ.ουσ)
acciucchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciuffare (ρ. μτβ.)
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
acciuga (θηλ.ουσ)
acciugata (θηλ.ουσ)
accivettare (ρ. μτβ.)
acclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acclamatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acclamazione (θηλ.ουσ)
acclimare (ρ. μτβ.)
acclimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---