Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acciottolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧottoˈlare]

1 λιθοστρώνω
2 κροτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acciocchire acciottolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accincignare (ρ. μτβ.)
accingersi (ρ. μ. αμτβ.)
–accio (επίθ.)
acciocché (σύνδ.)
acciocchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciottolare (ρ. μτβ.)
acciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
acciottolio (ουσ αρσ )
accipicchia (επιφ.)
accipigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accisa (θηλ.ουσ)
acciucchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciuffare (ρ. μτβ.)
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
acciuga (θηλ.ουσ)
acciugata (θηλ.ουσ)
accivettare (ρ. μτβ.)
acclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acclamatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acclamazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---