Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accincignàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧinʧiɲˈɲare]

1 ζαρώνω
2 τσαλακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accigliatura accingersi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accidioso (αρσ. επίθ και ουσ)
accigliamento (ουσ αρσ )
accigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accigliato (επίθ.)
accigliatura (θηλ.ουσ)
accincignare (ρ. μτβ.)
accingersi (ρ. μ. αμτβ.)
–accio (επίθ.)
acciocché (σύνδ.)
acciocchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciottolare (ρ. μτβ.)
acciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
acciottolio (ουσ αρσ )
accipicchia (επιφ.)
accipigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accisa (θηλ.ουσ)
acciucchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciuffare (ρ. μτβ.)
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
acciuga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---