Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accigliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atʧiʎˈʎarsi]

1 κατσουφιάζω
2 μουτρώνω
3 συνοφρυώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accigliamento accigliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accidenti (επιφ.)
acciderba (επιφ.)
accidia (θηλ.ουσ)
accidioso (αρσ. επίθ και ουσ)
accigliamento (ουσ αρσ )
accigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accigliato (επίθ.)
accigliatura (θηλ.ουσ)
accincignare (ρ. μτβ.)
accingersi (ρ. μ. αμτβ.)
–accio (επίθ.)
acciocché (σύνδ.)
acciocchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciottolare (ρ. μτβ.)
acciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
acciottolio (ουσ αρσ )
accipicchia (επιφ.)
accipigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accisa (θηλ.ουσ)
acciucchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---