Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accigliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [atʧiʎˈʎato]

1 σκυθρωπός
2 συνοφρυωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accigliarsi accigliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acciderba (επιφ.)
accidia (θηλ.ουσ)
accidioso (αρσ. επίθ και ουσ)
accigliamento (ουσ αρσ )
accigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accigliato (επίθ.)
accigliatura (θηλ.ουσ)
accincignare (ρ. μτβ.)
accingersi (ρ. μ. αμτβ.)
–accio (επίθ.)
acciocché (σύνδ.)
acciocchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciottolare (ρ. μτβ.)
acciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
acciottolio (ουσ αρσ )
accipicchia (επιφ.)
accipigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accisa (θηλ.ουσ)
acciucchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciuffare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---