ItalianoGreco


acciambellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧambelˈlare]

1 κουλουριάζω
2 περιελίσσω
3 κατσαρώνω
4 σγουραίνω

acciambellàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atʧambelˈlarsi]

1 κουλουριάζομαι
2 σγουραίνω
3 περιελίσσομαι
4 κατσαρώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---