Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccidentalità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [atʧidentaliˈta] 1 ιδιότητα του τυχαίου 2 σύμπτωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |