ItalianoGreco


acciaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧaˈjɔlo]

1 πυρόλιθος (χρησιμοποίησε καλύτερα το acciarino)
2 ατσάλι ακονίσματος (χρησιμοποίησε καλύτερα το acciaino)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---