Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acciaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧaˈjɔlo]

1 πυρόλιθος (χρησιμοποίησε καλύτερα το acciarino)
2 ατσάλι ακονίσματος (χρησιμοποίησε καλύτερα το acciaino)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acciaio acciambellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acciaiare (ρ. μτβ.)
acciaiatura (θηλ.ουσ)
acciaieria (θηλ.ουσ)
acciaino (ουσ αρσ )
acciaio (ουσ αρσ )
acciaiolo (ουσ αρσ )
acciambellare (ρ. μτβ.)
acciambellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acciarino (ουσ αρσ )
acciarpare (ρ. μτβ.)
accidempoli (επιφ.)
accidentale (επίθ.)
accidentalità (θηλ.ουσ)
accidentalmente (επίρ.)
accidentato (επίθ.)
accidente (ουσ αρσ )
accidenti (επιφ.)
acciderba (επιφ.)
accidia (θηλ.ουσ)
accidioso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---