Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atʧetˈtore] 1 δέκτης (φυσική και χημεία) 2 αποδέκτης (φυσική και χημεία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |