Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accettevolmente  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [atʧettevolˈmente]

1 ευχάριστα
2 ευπρόσδεκτα
3 δεκτά
4 με ευχαρίστηση
5 αποδεκτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accettevole accetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accettare (ρ. μτβ.)
accettata (θηλ.ουσ)
accettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accettazione (θηλ.ουσ)
accettevole (επίθ.)
accettevolmente (επίρ.)
accetto (επίθ.)
accettore (ουσ αρσ )
accezione (θηλ.ουσ)
acchetare (ρ. μτβ.)
acchiappacani (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappafarfalle (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappamosche (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappare (ρ. μτβ.)
acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))
acchiapparella (θηλ.ουσ)
acchiappatoio (ουσ αρσ )
acchitare (ρ. μτβ.)
acchito (ουσ αρσ )
acchiudere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---