Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧetˈtare]

αποδέχομαι, δέχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accettante accettata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accettare di buon grado = βάζω νερό στο κρασί μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accessorista (ουσ αρσ και θηλ.)
accetta (θηλ.ουσ)
accettabile (επίθ.)
accettabilità (θηλ.ουσ)
accettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accettare (ρ. μτβ.)
accettata (θηλ.ουσ)
accettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accettazione (θηλ.ουσ)
accettevole (επίθ.)
accettevolmente (επίρ.)
accetto (επίθ.)
accettore (ουσ αρσ )
accezione (θηλ.ουσ)
acchetare (ρ. μτβ.)
acchiappacani (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappafarfalle (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappamosche (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappare (ρ. μτβ.)
acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---