Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accettazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atʧettatˈtsjone]

1 (l'azione di accettare) η αποδοχή
2 (ufficio, banco) η ρεσεψιόν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accettatore accettevole  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accettazione [θηλ.] bagagli = η παραλαβή αποσκεύων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accettabilità (θηλ.ουσ)
accettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accettare (ρ. μτβ.)
accettata (θηλ.ουσ)
accettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accettazione (θηλ.ουσ)
accettevole (επίθ.)
accettevolmente (επίρ.)
accetto (επίθ.)
accettore (ουσ αρσ )
accezione (θηλ.ουσ)
acchetare (ρ. μτβ.)
acchiappacani (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappafarfalle (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappamosche (ουσ αρσ και θηλ.)
acchiappare (ρ. μτβ.)
acchiapparsi (ρ.μ. (αντων.))
acchiapparella (θηλ.ουσ)
acchiappatoio (ουσ αρσ )
acchitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---