Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accentuataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [atʧentuataˈmente]

1 με έμφαση
2 τονισμένα
3 με τονισμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accentuarsi accentuato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accentratore (ουσ αρσ )
accentratore (επίθ.)
accentuale (επίθ.)
accentuare (ρ. μτβ.)
accentuarsi (ρ.μ. (αντων.))
accentuatamente (επίρ.)
accentuato (επίθ.)
accentuazione (θηλ.ουσ)
acceppare (ρ. μτβ.)
accerchiamento (ουσ αρσ )
accerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---