Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accentuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧentuˈare]

1 τονίζω
2 δίνω έμφαση
3 επιτείνω
4 οξύνω
5 εξαίρω

accentuarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [atʧentuˈarsi]

1 μεγαλώνω
2 δυναμώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accentuale accentuatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accentrare (ρ. μτβ.)
accentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accentratore (ουσ αρσ )
accentratore (επίθ.)
accentuale (επίθ.)
accentuare (ρ. μτβ.)
accentuarsi (ρ.μ. (αντων.))
accentuatamente (επίρ.)
accentuato (επίθ.)
accentuazione (θηλ.ουσ)
acceppare (ρ. μτβ.)
accerchiamento (ουσ αρσ )
accerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---