ItalianoGreco


accertaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧertaˈmento]

1 αποτίμηση
2 βεβαίωση
3 επιβεβαίωση
4 αποτίμηση
5 διαβεβαίωση
6 εξακρίβωση
7 έλεγχος
8 ανάκριση
9 διαπίστωση
10 εξέταση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---