Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accertaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧertaˈmento]

1 αποτίμηση
2 βεβαίωση
3 επιβεβαίωση
4 αποτίμηση
5 διαβεβαίωση
6 εξακρίβωση
7 έλεγχος
8 ανάκριση
9 διαπίστωση
10 εξέταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accertabile accertare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acceppare (ρ. μτβ.)
accerchiamento (ουσ αρσ )
accerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)
accessione (θηλ.ουσ)
accesso (ουσ αρσ )
accessoriamente (επίρ.)
accessorio (ουσ αρσ )
accessorio (επίθ.)
accessorista (ουσ αρσ και θηλ.)
accetta (θηλ.ουσ)
accettabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---