Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccèsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈʧɛsso] 1 η είσοδος 2 τα αξεσουάρ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaccesso [αρσ.] vietato = απαγορεύεται η είσοδος || avere accesso = έχω πάσο || divieto [αρσ.] d'accesso = απαγορεύεται η πρόσβαση || vietato l'accesso = απαγορεύεται η διάβαση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |