Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accessìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [atʧesˈsibile]

1 ευπροσήγορος
2 αντιληπτός
3 ανοιχτός σε επιδράσεις
4 καταδεχτικός
5 λογικός
6 που εύκολα αποκτιέται
7 προσιτός
8 προσηνής
9 φτηνός
10 ευπρόσιτος
11 καταδεκτικός
12 δεκτικός
13 καλομίλητος
14 ανεκτός
15 οικονομικά ανεκτός
16 γλυκομίλητος
17 πρόσχαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acceso accessibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)
accessione (θηλ.ουσ)
accesso (ουσ αρσ )
accessoriamente (επίρ.)
accessorio (ουσ αρσ )
accessorio (επίθ.)
accessorista (ουσ αρσ και θηλ.)
accetta (θηλ.ουσ)
accettabile (επίθ.)
accettabilità (θηλ.ουσ)
accettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accettare (ρ. μτβ.)
accettata (θηλ.ουσ)
accettatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---