Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accertàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧerˈtare]

1 αποτιμώ
2 ελέγχω
3 εξακριβώνω
4 διαπιστώνω
5 βεβαιώνω
6 διαβεβαιώνω

accertàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atʧerˈtarsi]

(di) επιβεβαιώνομαι (για)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accertamento accertatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accerchiamento (ουσ αρσ )
accerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)
accessione (θηλ.ουσ)
accesso (ουσ αρσ )
accessoriamente (επίρ.)
accessorio (ουσ αρσ )
accessorio (επίθ.)
accessorista (ουσ αρσ και θηλ.)
accetta (θηλ.ουσ)
accettabile (επίθ.)
accettabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---