Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atʧesˈsjone]

1 συναίνεση
2 είσοδος
3 πρόσβαση
4 εισδοχή
5 συγκατάνευση
6 άνοδος σε αξίωμα
7 προσπέλαση
8 ένταξη
9 πλησίασμα
10 άνοδος
11 προσχώρηση
12 προσέγγιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accessibilità accesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)
accessione (θηλ.ουσ)
accesso (ουσ αρσ )
accessoriamente (επίρ.)
accessorio (ουσ αρσ )
accessorio (επίθ.)
accessorista (ουσ αρσ και θηλ.)
accetta (θηλ.ουσ)
accettabile (επίθ.)
accettabilità (θηλ.ουσ)
accettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accettare (ρ. μτβ.)
accettata (θηλ.ουσ)
accettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accettazione (θηλ.ουσ)
accettevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---