Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accertataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [atʧertataˈmente]

1 διαπιστωμένα
2 βεβαίως
3 με βεβαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accertarsi acceso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)
accessione (θηλ.ουσ)
accesso (ουσ αρσ )
accessoriamente (επίρ.)
accessorio (ουσ αρσ )
accessorio (επίθ.)
accessorista (ουσ αρσ και θηλ.)
accetta (θηλ.ουσ)
accettabile (επίθ.)
accettabilità (θηλ.ουσ)
accettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---