Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accerchiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atʧerˈkjare]

1 κυκλώνω
2 φράζω κυκλικά
3 περικυκλώνω
4 περιβάλλω

accerchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [atʧerˈkjarsi]

1 περικυκλώνομαι
2 περιβάλλομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accerchiamento accertabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accentuatamente (επίρ.)
accentuato (επίθ.)
accentuazione (θηλ.ουσ)
acceppare (ρ. μτβ.)
accerchiamento (ουσ αρσ )
accerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)
accertarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accertatamente (επίρ.)
acceso (επίθ.)
accessibile (επίθ.)
accessibilità (θηλ.ουσ)
accessione (θηλ.ουσ)
accesso (ουσ αρσ )
accessoriamente (επίρ.)
accessorio (ουσ αρσ )
accessorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---