accessibilità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [atʧessibiliˈta]
1 δυνατότητα πρόσβασης
2 ευκολία προσέγγισης
3 λογική τιμή προὶόντος
4 ιδιότητα του προσιτού
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [atʧessibiliˈta]
1 δυνατότητα πρόσβασης
2 ευκολία προσέγγισης
3 λογική τιμή προὶόντος
4 ιδιότητα του προσιτού
permalink
accessibilità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android