Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccessibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [atʧessibiliˈta] 1 δυνατότητα πρόσβασης 2 ευκολία προσέγγισης 3 λογική τιμή προὶόντος 4 ιδιότητα του προσιτού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |