Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccentratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atʧentraˈtore] πρόσωπο που συγκεντρώνει accentratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [atʧentraˈtore] 1 που συγκεντρώνει 2 συγκεντρωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |