Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accentratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧentraˈtore]

πρόσωπο που συγκεντρώνει

accentratóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [atʧentraˈtore]

1 που συγκεντρώνει
2 συγκεντρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accentrarsi accentuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accento (ουσ αρσ )
accentorino (ουσ αρσ )
accentramento (ουσ αρσ )
accentrare (ρ. μτβ.)
accentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accentratore (ουσ αρσ )
accentratore (επίθ.)
accentuale (επίθ.)
accentuare (ρ. μτβ.)
accentuarsi (ρ.μ. (αντων.))
accentuatamente (επίρ.)
accentuato (επίθ.)
accentuazione (θηλ.ουσ)
acceppare (ρ. μτβ.)
accerchiamento (ουσ αρσ )
accerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accerchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
accertabile (επίθ.)
accertamento (ουσ αρσ )
accertare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---