Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accento  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧɛnto]

1 (segno grafico) ο τόνος
2 (pronuncia) η προφορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accentazione accentorino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accensibile (επίθ.)
accensione (θηλ.ουσ)
accentare (ρ. μτβ.)
accentatura (θηλ.ουσ)
accentazione (θηλ.ουσ)
accento (ουσ αρσ )
accentorino (ουσ αρσ )
accentramento (ουσ αρσ )
accentrare (ρ. μτβ.)
accentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accentratore (ουσ αρσ )
accentratore (επίθ.)
accentuale (επίθ.)
accentuare (ρ. μτβ.)
accentuarsi (ρ.μ. (αντων.))
accentuatamente (επίρ.)
accentuato (επίθ.)
accentuazione (θηλ.ουσ)
acceppare (ρ. μτβ.)
accerchiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---