Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atʧenˈsjone]

το άναμμα, η ανάφλεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accensibile accentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accenditore (ουσ αρσ )
accennare (ρ.αμτβ.)
accennare (ρ. μτβ.)
accenno (ουσ αρσ )
accensibile (επίθ.)
accensione (θηλ.ουσ)
accentare (ρ. μτβ.)
accentatura (θηλ.ουσ)
accentazione (θηλ.ουσ)
accento (ουσ αρσ )
accentorino (ουσ αρσ )
accentramento (ουσ αρσ )
accentrare (ρ. μτβ.)
accentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accentratore (ουσ αρσ )
accentratore (επίθ.)
accentuale (επίθ.)
accentuare (ρ. μτβ.)
accentuarsi (ρ.μ. (αντων.))
accentuatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---