Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccénno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈʧenno] 1 γνέψιμο 2 νεύμα 3 σημάδι 4 χειρονομία 5 υπαινιγμός 6 νύξη 7 ειδοποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |