Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accennàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atʧenˈnare]

1 κάνω σαν να πρόκειται να
2 υποδηλώνω ότι
3 υποδεικνύω
4 θίγω
5 υπαινίσσομαι
6 κάνω λόγο
7 δείχνω σημεία
8 νεύω
9 μνημονεύω

accennàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧenˈnare]

(a) γνέφω (σε)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accenditore accenno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non me ne ha accennato = δεν μου έκανε κουβέντα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accendimento (ουσ αρσ )
accendino (ουσ αρσ )
accendisigaro (ουσ αρσ )
accenditoio (ουσ αρσ )
accenditore (ουσ αρσ )
accennare (ρ.αμτβ.)
accennare (ρ. μτβ.)
accenno (ουσ αρσ )
accensibile (επίθ.)
accensione (θηλ.ουσ)
accentare (ρ. μτβ.)
accentatura (θηλ.ουσ)
accentazione (θηλ.ουσ)
accento (ουσ αρσ )
accentorino (ουσ αρσ )
accentramento (ουσ αρσ )
accentrare (ρ. μτβ.)
accentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accentratore (ουσ αρσ )
accentratore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---