Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accendiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧendiˈmento]

1 έξαψη
2 άνοιγμα (φωτός ή νερού κλπ)
3 υποδαύλιση
4 άναμμα
5 ανάφλεξη
6 έναυσμα
7 υποκίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accendigas accendino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accelerometro (ουσ αρσ )
accendere (ρ. μτβ.)
accendersi (ρ. μ. αμτβ.)
accendibile (επίθ.)
accendigas (ουσ αρσ )
accendimento (ουσ αρσ )
accendino (ουσ αρσ )
accendisigaro (ουσ αρσ )
accenditoio (ουσ αρσ )
accenditore (ουσ αρσ )
accennare (ρ.αμτβ.)
accennare (ρ. μτβ.)
accenno (ουσ αρσ )
accensibile (επίθ.)
accensione (θηλ.ουσ)
accentare (ρ. μτβ.)
accentatura (θηλ.ουσ)
accentazione (θηλ.ουσ)
accento (ουσ αρσ )
accentorino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---