Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧɛndere]

ανάβω

accèndersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧɛndersi]

1 πιάνω φωτιά
2 φλέγομαι
3 ανάβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accelerometro accendibile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mi fa accendere? = μπορείτε να μου ανάψετε;


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accelerato (ουσ αρσ )
accelerato (επίθ.)
acceleratore (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerazione (θηλ.ουσ)
accelerometro (ουσ αρσ )
accendere (ρ. μτβ.)
accendersi (ρ. μ. αμτβ.)
accendibile (επίθ.)
accendigas (ουσ αρσ )
accendimento (ουσ αρσ )
accendino (ουσ αρσ )
accendisigaro (ουσ αρσ )
accenditoio (ουσ αρσ )
accenditore (ουσ αρσ )
accennare (ρ.αμτβ.)
accennare (ρ. μτβ.)
accenno (ουσ αρσ )
accensibile (επίθ.)
accensione (θηλ.ουσ)
accentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---