Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacceleràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atʧeleˈrato] 1 αργό τρένο 2 τοπικό τρένο acceleràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [atʧeleˈrato] 1 επιταχυνόμενος 2 γρήγορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |