Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acceleràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧeleˈrato]

1 αργό τρένο
2 τοπικό τρένο

acceleràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [atʧeleˈrato]

1 επιταχυνόμενος
2 γρήγορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accelerativo acceleratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acceleramento (ουσ αρσ )
accelerando (ουσ αρσ )
accelerante (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accelerativo (επίθ.)
accelerato (ουσ αρσ )
accelerato (επίθ.)
acceleratore (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerazione (θηλ.ουσ)
accelerometro (ουσ αρσ )
accendere (ρ. μτβ.)
accendersi (ρ. μ. αμτβ.)
accendibile (επίθ.)
accendigas (ουσ αρσ )
accendimento (ουσ αρσ )
accendino (ουσ αρσ )
accendisigaro (ουσ αρσ )
accenditoio (ουσ αρσ )
accenditore (ουσ αρσ )
accennare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---