Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquisìto (επίθ.) acrobàtico (επίθ.)
acquisitóre (ουσ αρσ ) acrobatìsmo (ουσ αρσ )
acquisitrice (θηλ.ουσ) acrobazìa (θηλ.ουσ)
acquisizióne (θηλ.ουσ) acrocòro, acròcoro (ουσ αρσ )
acquistàbile (επίθ.) acromàtico (επίθ.)
acquistàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) acromatìsmo (ουσ αρσ )
acquìsto (ουσ αρσ ) acromatopsìa (θηλ.ουσ)
acquitrìno (ουσ αρσ ) acrònimo (ουσ αρσ )
acquitrinóso (επίθ.) acròpoli (θηλ.ουσ)
acquolìna (θηλ.ουσ) acròstico (ουσ αρσ )
acquosità (θηλ.ουσ) acuìre (ρ. μτβ.)
acquóso (επίθ.) acùleo (ουσ αρσ )
àcre (επίθ.) acùme (ουσ αρσ )
acrèdine (θηλ.ουσ) acuminàre (ρ. μτβ.)
acreménte (επίρ.) acuminàto (επίθ.)
acridìna (θηλ.ουσ) acùstica (θηλ.ουσ)
acrilàto (ουσ αρσ ) acùstico (αρσ. επίθ και ουσ)
acrìle (ουσ αρσ ) acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acrìlico (αρσ. επίθ και ουσ) acutaménte (επίρ.)
acrimònia (θηλ.ουσ) acutàngolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acrimonióso (επίθ.) acutànza (θηλ.ουσ)
acrìtico (επίθ.) acutizzàre (ρ. μτβ.)
àcro (ουσ αρσ ) acutizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acròbata (ουσ αρσ και θηλ.) acùto (ουσ αρσ )
acrobàtica (θηλ.ουσ) acùto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: