Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temperalàpis (ουσ αρσ ) tempìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
temperamatìte (ουσ αρσ ) templàre (αρσ. επίθ και ουσ)
temperaménto (ουσ αρσ ) tèmpo (ουσ αρσ )
temperànte (επίθ.) tèmpora (θηλ.ουσ)
temperanteménte (επίρ.) temporàle (ουσ αρσ )
temperànza (θηλ.ουσ) temporàle (θηλ.ουσ)
temperàre (ρ. μτβ.) temporàle (επίθ.)
temperarsi (ρ.μ. (αντων.)) temporalésco (επίθ.)
temperàto (επίθ.) temporalìsmo (ουσ αρσ )
temperatùra (θηλ.ουσ) temporalità (θηλ.ουσ)
tempèrie (θηλ.ουσ) temporaneaménte (επίρ.)
temperìno (ουσ αρσ ) temporaneità (θηλ.ουσ)
tempèsta (θηλ.ουσ) temporàneo (επίθ.)
tempestàre (ρ.αμτβ.) temporeggiaménto (ουσ αρσ )
tempestàre (ρ. μτβ.) temporeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tempestàto (επίθ.) temporeggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
tempestìo (ουσ αρσ ) temporibus illis (επίρ.)
tempestivaménte (επίρ.) temporizzàre (ρ. μτβ.)
tempestività (θηλ.ουσ) temporizzatóre (ουσ αρσ )
tempestìvo (επίθ.) temporizzazióne (θηλ.ουσ)
tempestóso (επίθ.) tèmpra, témpra (θηλ.ουσ)
tèmpia, témpia (θηλ.ουσ) tempràre (ρ. μτβ.)
tempificàre (ρ. μτβ.) temprarsi (ρ.μ. (αντων.))
tèmpio, témpio (ουσ αρσ ) tempràto (επίθ.)
tempìsmo (ουσ αρσ ) tempùscolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: