Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tempìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [temˈpista]

1 άνθρωπος με καλή αίσθηση της σωστής χρονικής στιγμής
2 εργαζόμενος στο κράτημα χρόνων εργαζομένων
3 καλός μουσικός στο κράτημα του χρόνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tempismo templare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tempestoso (επίθ.)
tempia (θηλ.ουσ)
tempificare (ρ. μτβ.)
tempio (ουσ αρσ )
tempismo (ουσ αρσ )
tempista (ουσ αρσ και θηλ.)
templare (αρσ. επίθ και ουσ)
tempo (ουσ αρσ )
tempora (θηλ.ουσ)
temporale (ουσ αρσ )
temporale (θηλ.ουσ)
temporale (επίθ.)
temporalesco (επίθ.)
temporalismo (ουσ αρσ )
temporalità (θηλ.ουσ)
temporaneamente (επίρ.)
temporaneità (θηλ.ουσ)
temporaneo (επίθ.)
temporeggiamento (ουσ αρσ )
temporeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---