Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temporàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tempoˈrale]

η καταιγίδα

temporàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tempoˈrale]

χρονική πρόταση

temporàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tempoˈrale]

1 εγκόσμιος
2 κοσμικός
3 γήινος
4 εποχιακός
5 κροταφιαίος
6 κροταφικός
7 χρονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tempora temporalesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tempismo (ουσ αρσ )
tempista (ουσ αρσ και θηλ.)
templare (αρσ. επίθ και ουσ)
tempo (ουσ αρσ )
tempora (θηλ.ουσ)
temporale (ουσ αρσ )
temporale (θηλ.ουσ)
temporale (επίθ.)
temporalesco (επίθ.)
temporalismo (ουσ αρσ )
temporalità (θηλ.ουσ)
temporaneamente (επίρ.)
temporaneità (θηλ.ουσ)
temporaneo (επίθ.)
temporeggiamento (ουσ αρσ )
temporeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
temporeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
temporibus illis (επίρ.)
temporizzare (ρ. μτβ.)
temporizzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---