Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temporalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [temporaˈlizmo]

κοσμική εξουσία της Εκκλησίας (καθολικής κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temporalesco temporalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tempora (θηλ.ουσ)
temporale (ουσ αρσ )
temporale (θηλ.ουσ)
temporale (επίθ.)
temporalesco (επίθ.)
temporalismo (ουσ αρσ )
temporalità (θηλ.ουσ)
temporaneamente (επίρ.)
temporaneità (θηλ.ουσ)
temporaneo (επίθ.)
temporeggiamento (ουσ αρσ )
temporeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
temporeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
temporibus illis (επίρ.)
temporizzare (ρ. μτβ.)
temporizzatore (ουσ αρσ )
temporizzazione (θηλ.ουσ)
tempra (θηλ.ουσ)
temprare (ρ. μτβ.)
temprarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---