Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtemporeggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [temporedˈʤare] 1 προσπαθώ να κερδίσω χρόνο 2 καιροσκοπώ 3 αναβάλλω 4 ασκώ παρελκυστική πολιτική 5 χρονοτριβώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |