Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temporizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [temporiddzaˈtore]

1 χρονοδιακόπτης
2 χρονικός μηχανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temporizzare temporizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temporeggiamento (ουσ αρσ )
temporeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
temporeggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
temporibus illis (επίρ.)
temporizzare (ρ. μτβ.)
temporizzatore (ουσ αρσ )
temporizzazione (θηλ.ουσ)
tempra (θηλ.ουσ)
temprare (ρ. μτβ.)
temprarsi (ρ.μ. (αντων.))
temprato (επίθ.)
tempuscolo (ουσ αρσ )
temuto (επίθ.)
tenace (επίθ.)
tenacemente (επίρ.)
tenacia (θηλ.ουσ)
tenacità (θηλ.ουσ)
tenaglia (θηλ.ουσ)
tenario (αρσ. επίθ και ουσ)
tenda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---