Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtemporeggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [temporedʤaˈmento] 1 αναβολή 2 προσπάθεια κερδίσματος χρόνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |