Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tempràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [temˈprare]

1 χαλυβδώνω
2 δυναμώνω
3 ισχυροποιώ
4 σκληραίνω μέταλλο
5 βάφω μέταλλο
6 σκληρύνω

temprarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [temˈprarsi]

1 ενισχύομαι
2 αντρειεύομαι
3 ισχυροποιούμαι
4 δυναμώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tempra temprato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temporibus illis (επίρ.)
temporizzare (ρ. μτβ.)
temporizzatore (ουσ αρσ )
temporizzazione (θηλ.ουσ)
tempra (θηλ.ουσ)
temprare (ρ. μτβ.)
temprarsi (ρ.μ. (αντων.))
temprato (επίθ.)
tempuscolo (ουσ αρσ )
temuto (επίθ.)
tenace (επίθ.)
tenacemente (επίρ.)
tenacia (θηλ.ουσ)
tenacità (θηλ.ουσ)
tenaglia (θηλ.ουσ)
tenario (αρσ. επίθ και ουσ)
tenda (θηλ.ουσ)
tendaggio (ουσ αρσ )
tendale (ουσ αρσ )
tendaletto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---