Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tenàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teˈnaʧa]

1 ισχύς
2 δύναμη
3 γεροσύνη
4 σκληρότητα
5 σκληράδα
6 σθένος
7 ανθεκτικότητα
8 πείσμα
9 ισχυρογνωμοσύνη
10 επιμονή
11 αδιαλλαξία
12 ξεροκεφαλιά
13 εμμονή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tenacemente tenacità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temprato (επίθ.)
tempuscolo (ουσ αρσ )
temuto (επίθ.)
tenace (επίθ.)
tenacemente (επίρ.)
tenacia (θηλ.ουσ)
tenacità (θηλ.ουσ)
tenaglia (θηλ.ουσ)
tenario (αρσ. επίθ και ουσ)
tenda (θηλ.ουσ)
tendaggio (ουσ αρσ )
tendale (ουσ αρσ )
tendaletto (ουσ αρσ )
tendame (ουσ αρσ )
tendente (επίθ.)
tendenza (θηλ.ουσ)
tendenziale (επίθ.)
tendenziosamente (επίρ.)
tendenziosità (θηλ.ουσ)
tendenzioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---