Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tendènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tenˈdɛnte]

1 που αποσκοπεί σε κάτι
2 που σκοπεύει κάτι
3 τείνων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tendame tendenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tenda (θηλ.ουσ)
tendaggio (ουσ αρσ )
tendale (ουσ αρσ )
tendaletto (ουσ αρσ )
tendame (ουσ αρσ )
tendente (επίθ.)
tendenza (θηλ.ουσ)
tendenziale (επίθ.)
tendenziosamente (επίρ.)
tendenziosità (θηλ.ουσ)
tendenzioso (επίθ.)
tender (ουσ αρσ )
tendere (ρ.αμτβ.)
tendere (ρ. μτβ.)
tendicatena (ουσ αρσ )
tendicinghia (ουσ αρσ )
tendicollo (ουσ αρσ )
tendifilo (ουσ αρσ )
tendina (θηλ.ουσ)
tendine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---