Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtènda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛnda] 1 (arredamento) η τέντα 2 (finestra) η κουρτίνα 3 (campeggio) η σκηνή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |