Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtèndere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛndere] προσπαθώ tèndere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛndere] (allungare) τεντώνω, τείνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |